- συλλήπτωρ
- συλλήπτωρaccomplicemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλλήπτωρ — ό, θηλ. συλλήπτρια, ΜΑ, θηλ. και συλλήπτειρα, Μ βοηθός, αρωγός (α. «ἀγαθὴ συλλήπτρια τῶν ἐν εἰρήνη πόνων», Ξεν. β. «σὺ δ ἡμῑν τοῡδε συλλήπτωρ γενοῡ», Ευρ. γ. «πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ἄν ἀλάστωρ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα… … Dictionary of Greek
ξυλλήπτωρ — συλλήπτωρ , συλλήπτωρ accomplice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλήπτορα — συλλήπτωρ accomplice masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλήπτορας — συλλήπτωρ accomplice masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλήπτορες — συλλήπτωρ accomplice masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλήπτορι — συλλήπτωρ accomplice masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλήπτορος — συλλήπτωρ accomplice masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλήπτορσι — συλλήπτωρ accomplice masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλήπτορσιν — συλλήπτωρ accomplice masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона